- πεποροποιημένον
- ποροποιέωopen the poresperf part mp masc acc sgποροποιέωopen the poresperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποροποιώ — έω, Α 1. ανοίγω τους πόρους ενός σώματος 2. φρ. «σώμα πεποροποιημένον» σώμα που έχει πόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + ποιῶ*] … Dictionary of Greek